ζωή

ζωή
ζωή ( [full] ζωιή (prob. an error) SIG577.34 (Milet., iii/ii B.C.)), [dialect] Dor. [full] ζωά: [dialect] Ion. and poet. [full] ζόη, Hdt.1.32, Herod.10.4, S.Fr.556, etc. (v. infr.), cf. IG9(1).86 ([place name] Hyampolis), [dialect] Dor. [full] ζόα: [dialect] Aeol. [full] ζοΐα Theoc. 29.5: :—
A living, i.e. one's substance, property,

ἦ γάρ οἱ ζ. γ' ἦν ἄσπετος Od.14.96

; τοὶ δὲ ζωὴν ἐδάσαντο ib.208;

κατὰ ζωὴν φαγέειν 16.429

; τὴν ζόην ποιέεσθαι or καταστήσασθαι ἀπὸ or ἐκ . . to get one's living by . . , Hdt.8.105, cf. 2.36, Arist.HA608b21;

ἐξ ἁλός Theoc.Beren. 2

.
2 after Hom., life, existence, opp. death, Tyrt.15.5, Pi.N.8.36, etc.; θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ib.9.29;

οὐδὲν γὰρ ἄλγος οἷον ἡ πολλὴ ζόη S.Fr.556

; ζόας (ζωᾶς codd.)

βιοτά E.HF664

(lyr.);

τοῦ βίου ζωή Pl. Ti.44c

;

ὁ τῆς ζ. χρόνος SIG1210

([place name] Calymna), etc.: as a term of affection, ζωή mylife! Juv.6.195: pl.,

ζόαι A.Fr.99.13

;

ζωαί LXXPs.62(63).3(4)

; μετὰ τὴν μίαν ζ. πολλαὶ ζ. Dam.Pr.100;

αἱ τῆς ψυχῆς ζ. καὶ δυνάμεις Iamb.Comm.Math.3

.
3 way of life,

ζόην ἔζωον τὴν αὐτήν Hdt. 4.112

, cf. 114.
II ζωή,=

γραῦς 11

, the scum on milk, Eust.906.52
; ζόη· τὸ ἐπάνω τοῦ μέλιτος, Hsch. [The form ζόη (paroxyt.) is required by the metre in trimeters in S.Fr.556, E.Hec.1108, and in lyrics S. Fr.592, E.Med.976, al., ζωή never: ζόη in other Poets, Call.Fr.114, Theoc.Ep.18.9, Herod.10.4.] (For the root, cf. ζῶ: fancifully connected with ζέω and ζητέω, Dam.Pr.81: in signf. 11 ζόη prob. fr. ζέω.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ζωῇ — Ζωή living fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωῇ — ζωή living fem dat sg (attic epic doric ionic) ζωός alive fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζωή — living fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωή — living fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ζωός alive fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῴη — ζωή living fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

  • ζωή — η 1. το να υπάρχει κάποιος: Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα (Σολωμός). 2. τρόπος ζωής: Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή. – Ειδυλλιακή ζωή. – Η ζωή στην επαρχία είναι ανυπόφορη. 3. ύπαρξη οργανικών ουσιών, όντων: Δεν είναι βέβαιο αν υπάρχει ζωή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζώῃ — ζώω gu̲ie pres subj mp 2nd sg ζώω gu̲ie pres ind mp 2nd sg ζώω gu̲ie pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζώη μοῦ, σὰς ἀγαπῶ. — См. Ты жизнь моя! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σεξουαλική ζωή — Το σύνολο των βιολογικών, ψυχικών και κοινωνικών λειτουργιών, που αποτελούν τη βάση της σεξουαλικής επιθυμίας και τα μέσα για την ικανοποίηση των σεξουαλικών αναγκών, από το βιολογικό σκοπό της διαιώνισης του είδους. Το άτομο δηλαδή που επιδιώκει …   Dictionary of Greek

  • Λάσκαρη, Ζωή — (Θεσσαλονίκη 1943 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της ηθοποιού Ζωής Κουρούκλη. Εξαδέλφη της ομώνυμης τραγουδίστριας της δεκαετίας του 1960, υιοθέτησε νέο επώνυμο και ξεκίνησε την καριέρα της με μια βράβευση στα καλλιστεία του 1959 (Σταρ Ελλάς).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”